Πού ποντάρουν οι οίκοι αξιολόγησης για οικονομία – τράπεζες

Οι οίκοι την ίδια ώρα συνεχίζουν να βλέπουν «σκιές» σε σημαντικά θέματα
  • Το δύσκολο test της νέας κυβέρνησης
  • Η περίοδος των υψηλών επιτοκίων και το απόθεμα των ΜΕΔ εκτός τραπεζικού συστήματος
     

ΓΡΑΦΕΙ ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Οι εταιρείες πιστοληπτικής αξιολόγησης, που διαμορφώνουν στην πράξη τις συνθήκες χρηματοδότησης χρέους των χωρών, ποντάρουν στη μείωση του δημόσιου χρέους και στην εκκαθάριση του ισολογισμού των τραπεζών κατά προτεραιότητα. Στις 31 Μαρτίου 2023 αναμένονται άλλες δυο αξιολογήσεις, από τους Moody’s και DBRS, οι οποίες θα προδιαγράψουν και τη στάση τους έναντι της οικονομικής πολιτικής της νέας Κυβέρνησης και της θέσης της έναντι των κύριων ζητημάτων του χρηματοοικονομικού κλάδου.

Αναγνωρίζοντας ότι η χαμηλότερη παγκόσμια ανάπτυξη θα περιορίσει την κυπριακή οικονομική δραστηριότητα το 2023, οι οίκοι θέτουν επιτακτικά το θέμα της μείωσης του δημοσίου χρέους  εκφράζοντας ταυτόχρονα την αισιοδοξία τους ότι τα διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα της κυβέρνησης θα οδηγήσουν σε σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους της Κύπρου, ένα από τα ψηλότερα στην Ε.Ε.

Να σημειώσουμε ότι το 2022, η Κύπρος παρουσίασε δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,3% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας τις προηγούμενες προσδοκίες για έλλειμμα περίπου 1% του ΑΕΠ.

Ωστόσο, οι οίκοι αναμένουν πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα γύρω στο 3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2026, θεωρώντας ότι θα αυξηθούν τα έσοδα, θα ελεγχθούν οι δαπάνες και θα μειωθεί το  χρέος της γενικής κυβέρνησης κάτω από το 65% του ΑΕΠ το 2026. 

«Οι σκιές» 

Ωστόσο, πληροφορίες της Brief αναφέρουν ότι οι οίκοι συνεχίζουν να βλέπουν «σκιές» σε σημαντικά θέματα, κυρίως χρηματοπιστωτικής πολιτικής για τα οποία επιζητούν λύσεις χθες. Τα κύρια είναι:

Πρώτο, το υψηλό ιδιωτικό χρέος της Κύπρου που συνεχίζει να περιορίζει τις προοπτικές ανάπτυξης των τραπεζών και να ενισχύει την οικονομική ευπάθεια.

Δεύτερο, το πολύ υψηλό ιδιωτικό χρέος που καθιστά την οικονομία ευάλωτη στους κλυδωνισμούς και περιορίζει την παροχή δανείων και ως εκ τούτου την αύξηση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.

Τρίτο, το ιδιωτικό χρέος που μπορεί να επιβαρύνει την ιδιωτική κατανάλωση, εφόσον οι μη εξυπηρετούμενοι δανειολήπτες υποχρεώνονται να αποπληρώνουν το υψηλό απόθεμα των ΜΕΧ. 

Τέταρτο, τα δάνεια πέραν των €15 δις που διακρατούνται από διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων

Πέμπτο, η συνεχιζόμενη χαμηλή κερδοφορία.

Σύμφωνα με έγκυρες πηγές «οι αξιολογήσεις το 2023 είναι εξαιρετικά σημαντικές, καθώς έχει τερματιστεί η περίοδος των χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων, και υπάρχει γενικότερη αβεβαιότητα για την οικονομική επιβράδυνση με επιπτώσεις στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων».

Να σημειωθεί ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, που είχαν αρχίσει το 2014, διατήρησαν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και ως αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, από το τελευταίο εξάμηνο του 2022 καταγράφεται σημαντική αύξηση στις αποδόσεις των ομολόγων με τους επενδυτές και  αναλυτές να προεξοφλούν ένα δύσκολο 2023.

Χρύσω Αντωνιάδου