Τη μεγάλη σημασία και τα επακόλουθα που θα έχει για τις τράπεζες και την οικονομία η αναβάθμιση τους σε επενδυτική βαθμίδα επεξήγησε τις προηγούμενες ημέρες ο Μεταβατικός Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής της Ελληνικής Τράπεζας, Αντώνης Ρούβας, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης των Οικονομικών Αποτελεσμάτων της Ελληνικής για το πρώτο εξάμηνο του 2023.
Αφορμή για το πιο πάνω οι σκέψεις της κυβέρνησης για επιβολή νέας φορολογίας στις τράπεζες, μετά τα κέρδη που καταγράφουν το τελευταίο διάστημα. Υπεραμυνόμενες οι τράπεζες των αντίθετων θέσεων τους από αυτές του Υπουργείου Οικονομικών, είχαν σημειώσει μεταξύ άλλων ότι οι κυπριακές τράπεζες δεν βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα, υποστηρίζοντας πως μια τέτοια φορολογία θα απέτρεπε τις τράπεζες να αναβαθμιστούν.
>>> Διαβάστε επίσης: Τράπεζες: Πληρώνουμε ήδη ειδικό φόρο είτε με ζημιές, είτε με κέρδη
Έτσι, κατά την παρουσίαση των Οικονομικών Αποτελεσμάτων τέθηκε το ερώτημα στον κ. Ρούβα για το τι θα σήμαινε για τις τράπεζες εάν αυτές αναβαθμίζονταν σε επενδυτική βαθμίδα.
Όπως επεξήγησε ο κ. Ρούβας ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα βοηθούσε τις κυπριακές τράπεζες και κατ’ επέκταση την οικονομία σε 3 βασικά σημεία.
Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Ρούβας αναφέρθηκε αρχικά στα MREL επεξηγώντας πως μετά την κρίση του 2008 έχει δημιουργηθεί μια νέα Εποπτική Αρχή, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (Single Resolution Board) το οποίο έχει ζητήσει τις λεγόμενες Επιλέξιμες Απαιτήσεις, το MREL. Oυσιαστικά πρέπει να εκδίδονται περίπου 30% ομόλογα τα οποία πρέπει να είναι Bail-in-able, δηλαδή αν γίνει κάτι παρόμοιο όπως το 2013 να μην επωμιστούν ζημιά οι καταθέτες. Βασικά υπάρχει μια δικλείδα ασφαλείας κάτω από τους καταθέτες, ούτως ώστε αν υπάρξει ζημιά να επωμιστούν πρώτα τη ζημιά οι μέτοχοι, μετά οι κάτοχοι των ομολόγων Tier1 και Tier2, μετά τα MREL και μετά οι καταθέτες.
Όπως σημείωσε ο κ. Ρούβας τους τελευταίους 12 μήνες οι τράπεζες εκδίδουν αυτά τα ομόλογα, ωστόσο, σε αυτά οι κυπριακές τράπεζες πληρώνουν πολύ υψηλά επιτόκια, καθώς βρίσκονται κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και έτσι ο κίνδυνος για αθέτηση των υποχρεώσεων τους υπολογίζεται ως πιο υψηλός.
Ενδεικτικά ο κ. Ρούβας σημείωσε πως η Ελληνική Τράπεζα πληρώνει 10,25% για αυτά τα ομόλογα, τα οποία διαβρώνουν σημαντικά την κερδοφορία των τραπεζών και ενώ οι δαπάνες των τραπεζών αυξάνονται.
Τώρα, εν αντιθέσει, αν οι κυπριακές τράπεζες βρίσκονταν σε επενδυτική βαθμίδα, όπως αναφέρει ο κ. Ρούβας, τότε αυτό το επιτόκιο θα μειωνόταν στο 5% με 6% και θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού των τραπεζών.
Δεύτερον σημείο, είναι ο τρόπος που οι ξένοι επενδυτές κοιτάζουν τις κυπριακές τράπεζες. Όπως επεξήγησε, αν κάποια τράπεζα χρειάζεται κάποιο κεφάλαιο είναι ευκολότερο αυτοί οι ξένοι επενδυτές να βάλουν τα κεφάλαια εάν αυτή η τράπεζα βρίσκεται σε επενδυτική βαθμίδα.
Το τρίτο σημείο, αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία αποφασίζει για τις τράπεζες ελάχιστα εποπτικά κεφάλαια, σύμφωνα με την αξιολόγηση κάθε τράπεζας. Έτσι, αν οι κυπριακές τράπεζες βρίσκονταν σε επενδυτική βαθμίδα τότε θα κατέβαινε ο πήχης των κεφαλαίων τα οποία απαιτούνται να έχουν οι τράπεζες και έτσι όπως επεξήγησε ο κ. Ρούβας «ξεκλειδώνεται» περισσότερο κεφάλαιο ώστε οι τράπεζες και να δώσουν μέρισμα στους μετόχους τους, μπορούν να ελκύσουν επενδυτές και ενδεχομένως να προσφέρουν χαμηλότερο δανειστικό επιτόκιο σε δανειολήπτες.
Χαράλαμπος Ζάκος