Τζόζεφ Αντωνίου: Πρόληψη και αξιοποίηση νέων ευκαιριών τα όπλα στο αβέβαιο περιβάλλον

Ο Chief Risk Officer της Ελληνικής Τράπεζας μιλά και αναλύει στην Brief το χρηματοποικονομικό περιβάλλον

•  Τα τρία διαδοχικά ‘κτυπήματα’ στην Οικονομία και Τραπεζικό Τομέα 
•  Οι πληθωριστικές πιέσεις και ο τρόπος αντιμετώπισης τους 
•  Η αύξηση των επιτοκίων και ποιος ο κίνδυνος 
•  ΜΕΔ – Τι γίνεται και γιατί αυτά βρίσκονται ακόμη στο ευρυτερο οικονομικό σύστημα 
•  “GrowGreen” – Η κλιματική επίπτωση και τα 320εκ σε Πράσινη Ανάπτυξη 
•  Ψηφιακός μετασχηματισμός – Στο άμεσο μέλλον θα έχουμε το «chatbot banking»

Το τραπεζικό σύστημα δέχθηκε κραδασμούς από τα τρία διαδοχικά “low probability – high impact” γεγονότα αλλά μέσα από αυτά τα περιστατικά αποδείχτηκε ότι η κυπριακή οικονομία και ο τραπεζικός κλάδος παρουσιάζουν σταθερή ανθεκτικότητα αλλά την ίδια ώρα απαιτείται προσοχή, επισημαίνει ο Ανώτατος Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων της Ελληνικής Τράπεζας, Τζόζεφ Αντωνίου, σε συνέντευξη του στην Brief, ο οποίος προχωρεί σε μια οικονομική ανάγνωση και ανάλυση μέσα από την δική του εμπειρογνωμοσύνη του όλου οικονομικού περιβάλλοντος, διεθνώς αλλά και εντός Κύπρου, όπως αυτό διαμορφώνεται μετά τις τρεις απανωτές κρίσεις ήτοι η πανδημία covid-19, ο ρωσοουκρανικός πόλεμος και η ενεργειακή κρίση. 

«Παρόλο που οι μακροοικονομικές προβλέψεις για την κυπριακή οικονομία χαρακτηρίζονται από ένα βαθμό αβεβαιότητας, λόγω της επιμονής του πληθωρισμού και της αλληλοεξάρτησης με το ευρύτερο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η οικονομία μας παρουσιάζει μια σταθερή ανθεκτικότητα», σημειώνει προσθέτοντας ότι κατά το 2022 παρουσίασε ισχυρή ανθεκτικότητα, με ανάπτυξη στο 5.6%, ενώ για το 2023 αναμένεται να ακολουθήσει επαρκώς τις πολύ καλές περσινές επιδόσεις. 

Αναφερόμενος στον Πληθωρισμό εξηγεί ότι αναμένεται να κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα κατά τη διάρκεια του 2023-24 και όπως διαφαίνεται από τις μέχρι τώρα εξελίξεις, θα ακολουθήσει μια πορεία προς τη λεγόμενη «κανονικοποίηση». Ωστόσο, επισημαίνει πως «η υποχώρηση στις τάσεις του πληθωρισμού δεν σημαίνει απαραίτητα χαμηλότερες τιμές στην αγορά, λαμβάνοντας υπόψη και το φαινόμενο επίδρασης βάσης (base effect), αφού ο πληθωρισμός μετριέται ως ετήσια μεταβολή στον δείκτη τιμών».  

Ως προς τον Οργανισμό, του οποίου ηγείται της Διεύθυνσης Διαχείρισης Κινδύνων, αναφέρει ότι παρά την ασταθή περίοδο, «η Ελληνική Τράπεζα παρουσιάζει έναν πολύ ισχυρό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (24.1%), σημαντικά υψηλότερο από τις κανονιστικές απαιτήσεις, αλλά και έναν από τους καλύτερους δείκτες επάρκειας ρευστότητας μεταξύ των Ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών (Liquidity Coverage Ratio 444%). Τα πιο πάνω αποτυπώνονται μέσα από μια σειρά αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης, με την πιο πρόσφατη αναβάθμιση της Τράπεζας από τους Moodys, με βαθμολογία Ba1 (από Ba2) μόλις έναν βαθμό κάτω από την επενδυτική βαθμίδα». 

Προσθέτει παράλληλα πως «πρόσφατα η Ελληνική Τράπεζα προχώρησε στην επιτυχημένη έκδοση νέου ομολόγου ύψους €200 εκατ. μειωμένης εξασφάλισης (Tier 2 Subordinated) στα πλαίσια του Προγράμματος EMTN».  

Αναφερόμενος στα ΜΕΔ ο κ. Αντωνίου σημείωσε πως «μετά την ολοκλήρωση του έργου Starlight μειώθηκε δραστικά ο δείκτης ΜΕΔ περίπου στο 3.6%» λέγοντας όμως ότι την ίδια ώρα θα «πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η βελτίωση στον τραπεζικό τομέα προήλθε κατά κύριο λόγο μέσω πώλησης χαρτοφυλακίων, όχι μέσω οργανικής επίλυσης, και ότι το πρόβλημα (τα ΜΕΔ) παραμένει στο ευρύτερο οικονομικό σύστημα».

Ως προς την Αύξηση των Επιτοκίων, σημείωσε πως παρόλο που η Ελληνική Τράπεζα, δεν επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό καθώς τα δικά της δάνεια που παραχωρεί είναι συνδεδεμένα με τα επιτόκια βάσης της Τράπεζας, τα οποία αυξήθηκαν σε αρκετά μικρότερο βαθμό από το EURIBOR, «χρειάζεται σύνεση και προσοχή στα δάνεια που παρουσιάζουν σημαντικές αυξήσεις στα επιτόκια, τα οποία πρέπει να τύχουν αξιολόγησης ως προς την ενδεχομένη υποτίμηση της ικανότητας αποπληρωμής του δανειολήπτη από την αρχική χρηματοδότηση». Χαρακτήρισε μάλιστα το όλο ζήτημα ως «έναν ενδεχόμενο κίνδυνο που πρέπει να αξιολογούμε και να επιβλέπουμε συνεχώς».

Ταυτόχρονα ο Ανώτατος Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων της Ελληνικής Τράπεζας επεξήγησε και τους 4 βασικούς πυλώνες που χρησιμοποίησε η Ελληνική Τράπεζα για να διαχειριστεί τον επιχειρηματικό κίνδυνο, όπως την απομόχλευση των ΜΕΔ, την βελτίωση της Ποιότητας Περιουσιακών Στοιχείων, την ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα, αλλά και την ενσωμάτωση των ESG.

Ως προς τους Κλιματικούς Κινδύνους ο κ. Αντωνίου ανέφερε πως στην Ελληνική Τράπεζα έχουν ήδη πραγματοποιήσει μια σειρά από τεστ αντοχής για να καθορίσουν την ετοιμότητα τους ως προς την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων. Παράλληλα η Τράπεζα παρέχει χρηματοδότηση πράσινων έργων μέσω της πρωτοβουλίας “GrowGreen” «με τις ανάλογες χορηγήσεις να ανέρχονται στα €320 εκατ. συνολικά από το 2020 μέχρι και σήμερα, ποσό που αυξάνεται σταθερά».

Ο κ. Αντωνίου αναφέρθηκε επίσης και στον ψηφιακό μετασχηματισμό των κυπριακών τραπεζών, προβλέποντας πως στο άμεσο μέλλον θα ερχόμαστε σε επαφή με εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, όπως τα chatbots, κάτι που όπως σημειώνει, θα οδηγήσει στη βελτίωση της εμπειρίας εξυπηρέτησης των πελατών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΥΤΟΥΣΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 

Ποια η εικόνα στην οικονομία και στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα μετά τις προκλήσεις που έχουν δημιουργηθεί πρόσφατα; 

Τα τελευταία χρόνια οι κυπριακές τράπεζες διαχειρίστηκαν ικανοποιητικά τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετώπισαν. Το τραπεζικό σύστημα δέχθηκε κραδασμούς από τα τρία διαδοχικά “low probability – high impact” γεγονότα που συνεχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά τις παγκόσμιες αγορές: την πανδημία (Covid-19), τον πόλεμο στην Ανατολική Ευρώπη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και την ενεργειακή κρίση με επιπτώσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, στα αποθέματα αγαθών και στις τιμές ενέργειας. Μέσα από αυτά τα περιστατικά, η κυπριακή οικονομία, και κατ’ επέκταση ο τραπεζικός κλάδος, παρουσιάζουν στο παρόν στάδιο μια σταθερή ανθεκτικότητα, αλλά φυσικά χρειάζεται προσοχή, συνεχής παρακολούθηση και ετοιμότητα για αντιμετώπιση ενδεχομένων κίνδυνων που μπορεί να προκύψουν, καθώς η αγορά διανύει μια περίοδο αναπροσαρμογής.  

Η κυπριακή οικονομία κατά το 2022 παρουσίασε ισχυρή ανθεκτικότητα, με ανάπτυξη στο 5.6%, ενώ για το 2023 αναμένεται να ακολουθήσει επαρκώς τις πολύ καλές περσινές επιδόσεις, καταγράφοντας ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τον μέσο όρο ανάπτυξης της Ευρωζώνης (1.1% σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΕ). Ήδη το πρώτο τρίμηνο του 2023, η Κύπρος σημείωσε ανάπτυξη της τάξης του 3,4% ενώ της Ευρωζώνης ήταν 1,3%, σύμφωνα με προκαταρτικά στοιχεία.

Μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η οικονομική δραστηριότητα της Κύπρου έχει υποστηριχτεί σημαντικά από την εγκατάσταση ξένων εταιρειών στην Κύπρο. Ο ερχομός τέτοιων εταιρειών, οι πλείστες από τον τομέα της τεχνολογίας, αύξησε το εργασιακό δυναμικό της χωράς (με πέραν των 7.000 εργαζομένων το 2022), δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας, και αποτελεί έναν μοχλό περαιτέρω ανάπτυξης και τεχνογνωσίας στον αναδυόμενο τομέα της τεχνολογίας. Παράλληλα έδωσε ώθηση σε παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας όπως αυτούς των υπηρεσιών, του τουρισμού αλλά και της αγοράς/ενοικίασης ακίνητων. Η σημαντική υποστήριξη της αγοράς ακινήτων αλλά και της γενικότερης οικονομίας από εξωγενείς παράγοντες παρουσιάζει ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις οι οποίες χρήζουν προσοχής. Ενδεικτικά, το 2022 τα συμβόλαια πώλησης ακινήτων σε μη-Κύπριους αυξήθηκαν κατά 61%, προερχόμενα κυρίως από μη-κάτοικους ΕΕ, ενώ η ανάλογη αύξηση για Κύπριους αγοραστές ανήλθε στο 12%. Επιπλέον, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη πως ενδεχόμενες κυρώσεις, ανάλογα και με το εύρος τους, μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στον τομέα υπηρεσιών όπως επίσης και στην εικόνα και φήμη της Κύπρου στο εξωτερικό.

Όσον αφορά τον τουρισμό, τα ενδεικτικά αποτελέσματα για το 2023 είναι πολύ ενθαρρυντικά και αναμένεται χρονιά που θα αγγίξει, ή ακόμη και να ξεπεράσει, τα επίπεδα ρεκόρ του 2019. Οι ενέργειες του κράτους για υποστήριξη του τομέα, μετά και από καινούργιες συνεργασίες με αεροπορικές εταιρίες για νέα δρομολόγια πτήσεων, έδειξαν να αντιμετωπίζουν μέχρι στιγμής αποτελεσματικά την πρόκληση που δημιουργήθηκε από την απώλεια ενός σημαντικού μέρους της Ρωσικής αγοράς.  Ενδεικτικά, κατά τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2023, οι τουριστικές αφίξεις έφθασαν τις 700 χιλιάδες σημειώνοντας αύξηση 38% σε σχέση με τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2022.  

Παρόλο που οι μακροοικονομικές προβλέψεις για την κυπριακή οικονομία χαρακτηρίζονται από ένα βαθμό αβεβαιότητας, λόγω της επιμονής του πληθωρισμού και της αλληλοεξάρτησης με το ευρύτερο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η οικονομία μας παρουσιάζει μια σταθερή ανθεκτικότητα. 

Παρατηρούμε σήμερα τα συνεχώς αυξημένα επίπεδα πληθωρισμού στην Ευρώπη. Πόσο εκτιμάτε ότι θα κρατήσει αυτή η ‘καταιγίδα πληθωρισμού’; 

Η άνοδος στους δείκτες πληθωρισμού στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση στην Κύπρο, οφείλεται κυρίως στον πόλεμο και συνεπώς στην μετέπειτα ενεργειακή κρίση η οποία είχε άμεσο αλλά και έμμεσο αντίκτυπο στις τιμές ενέργειας αλλά και στις αλλαγές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού αγαθών καθώς μειώθηκε η προσφορά και αυξήθηκαν οι τιμές των αγαθών. Παράλληλα, οι πολιτικές που εφαρμόζονται από τα κράτη με στόχο τη μετάβαση από ορυκτά καύσιμα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, οδήγησαν σε επιπλέον κόστος που μπορεί να επηρεάσει τις τιμές των ορυκτών καυσίμων στο μέλλον. Ο πληθωρισμός κατευθύνεται από την προσφορά (supply driven) και ξεκίνησε από τη διαταραχή στην προσφορά των αγροτικών προϊόντων, φυσικού αεριού και πετρελαίου, που διοχετεύθηκε στη συνέχεια και στους άλλους τομείς παραγωγής.

Στην προσπάθεια αντιμετώπισης του πληθωρισμού, οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως, όπως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζουν αλλαγές στις νομισματικές τους πολιτικές, στοχεύοντας στην αύξηση του κόστους χρηματοδότησης (αύξηση επιτοκίων) αλλά και στην παράλληλη αύξηση κινήτρων για αποταμίευση, έτσι ώστε να περιορίσουν τη ζήτηση, να συγκρατηθεί η πτώση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο και να έρθει σταδιακά η ισορροπία στα επίπεδα πληθωρισμού. 

Ο πληθωρισμός αναμένεται ότι θα κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα κατά τη διάρκεια του 2023-24 και όπως διαφαίνεται από τις μέχρι τώρα εξελίξεις, θα ακολουθήσει μια πορεία προς τη λεγόμενη «κανονικοποίηση». Το 2022 ο πληθωρισμός στην Κύπρο ανήλθε στο 8.1%, στα ίδια δηλαδή επίπεδα με την Ευρώπη, αλλά αυτό αντισταθμίστηκε μερικώς, μέσω της χρησιμοποίησης οικονομίων που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας από  νοικοκυριά και εταιρίες , αλλά και εν μέσω αύξησης μισθών, για κλάδους που υπόκεινται σε τιμαριθμικές αυξήσεις. 

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η υποχώρηση στις τάσεις του πληθωρισμού δεν σημαίνει απαραίτητα χαμηλότερες τιμές στην αγορά, λαμβάνοντας υπόψη και το φαινόμενο επίδρασης βάσης (base effect), αφού ο πληθωρισμός μετριέται ως ετήσια μεταβολή στον δείκτη τιμών.  

Πώς αντιμετωπίζετε τη διαχείριση επιχειρηματικού κίνδυνου στην Ελληνική Τράπεζα; 

Στην Ελληνική Τράπεζα έχουμε λάβει σταθερά και στοχευμένα μέτρα τα τελευταία χρόνια για να ανασχηματίσουμε το προφίλ κινδύνου σε σχέση με τη διάθεση ανάληψης κινδύνων και σε ευθυγράμμιση με τους μεσοπρόθεσμους στρατηγικούς μας στόχους. Η προσπάθεια αυτή βασίστηκε σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: Απομόχλευση των ΜΕΔ, βελτίωση της Ποιότητας Περιουσιακών στοιχείων μέσω ενδυνάμωσης των πρακτικών πιστωτικής αξιολόγησης και μιας εμπεριστατωμένης επενδυτικής πολιτικής, ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα (συμπ. στόχους MREL) καθώς και στοχευμένες αναβαθμίσεις ως προς την ενσωμάτωση του τρίπτυχου: Περιβάλλον – Κοινωνία - Διακυβέρνηση (ESG) στον τρόπο λειτουργίας και στη λήψη αποφάσεων. Παράλληλα,  εργαστήκαμε  για τη διαχείριση των διαδοχικών σοκ τα τελευταία 3 χρονιά με σκοπό να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε προληπτικά και αποτελεσματικά τα σημεία του χαρτοφυλακίου που παρουσίαζαν ευαισθησίες ως προς αυτούς τους κραδασμούς, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιήσαμε νέες ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη σε αναδυόμενους τομείς.

Ως αποτέλεσμα, μέσα σε αυτή την περίοδο αβεβαιότητας και αστάθειας στις παγκόσμιες αγορές, η Ελληνική Τράπεζα παρουσιάζει έναν πολύ ισχυρό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (24.1%), σημαντικά υψηλότερο από τις κανονιστικές απαιτήσεις, αλλά και έναν από τους καλύτερους δείκτες επάρκειας ρευστότητας μεταξύ των Ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών (Liquidity Coverage Ratio 444%).

Μετά την ολοκλήρωση του έργου Starlight μειώθηκε δραστικά ο δείκτης ΜΕΔ περίπου στο 3.6% (εξαιρουμένων των ΜΕΔ που καλύπτονται από το πρόγραμμα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων), που αντικατοπτρίζει επίσης έναν πολύ χαμηλό δείκτη αθέτησης υποχρεώσεων για νέο δανεισμό (0.5% δείκτη ΜΕΔ στα δάνεια που χορηγήθηκαν από το 2018 και μετά). Παράλληλα, η Τράπεζα σύναψε συμφωνία με τη Themis Portfolio Management, στην προσπάθεια να αναβαθμίσει την ποιότητα και ταχύτητα απομόχλευσης των ΜΕΔ.  

Επίσης, πρόσφατα η Ελληνική Τράπεζα προχώρησε στην επιτυχημένη έκδοση νέου ομολόγου ύψους €200 εκατ. μειωμένης εξασφάλισης (Tier 2 Subordinated) στα πλαίσια του Προγράμματος EMTN, για να συμμορφωθεί με τα κανονιστικά πλαίσια του MREL. Ο μεγάλος αριθμός συμμετοχής από διεθνείς επενδυτές (90% των συμμετεχόντων προέρχονταν από το εξωτερικό) ήταν πολύ ενθαρρυντικό. Αναφορικά με το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο, η Τράπεζα κατέχει χρεόγραφα εκδομένα κυρίως από κυβερνήσεις, υπερεθνικούς οργανισμούς βαθμολογίας «ΑΑΑ», τραπεζικά ομόλογα με αξιολόγηση «Α/ΑΑ» και τιτλοποιήσεις (securitizations) βαθμολογίας «ΑΑΑ», λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς κινδύνους στην αξιολόγηση του επενδυτικού της χαρτοφυλακίου και ειδικότερα τον επιτοκιακό κίνδυνο που συμπεριλαμβάνει και τον κίνδυνο διάρκειας. 

Τα πιο πάνω αποτυπώνονται μέσα από μια σειρά αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης, με την πιο πρόσφατη αναβάθμιση της Τράπεζας από τους Moodys, με βαθμολογία Ba1 (από Ba2) μόλις έναν βαθμό κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. 

Οι κυπριακές τράπεζες έχουν κάνει μεγάλη πρόοδο στη μείωση των ΜΕΔ τους. Ποια η γνώμη σας για τις υποδομές επίλυσης ΜΕΔ; Προβλέπετε νέο κύκλο ΜΕΔ; 

Είναι γνωστό ότι ένας από τους κυριότερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι κυπριακές τράπεζες είναι ο κίνδυνος από τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια. Ο κίνδυνος αυτός έγινε ακόμη πιο έντονος μετά και από τα οικονομικά σοκ των τελευταίων 3 ετών. Παρόλα αυτά, υπήρξε σημαντική βελτίωση αναφορικά με την έκθεση των κυπριακών τραπεζών σε ΜΕΔ, όπως αυτό δεικνύεται και από τις τελευταίες επικαιροποιημένες μετρήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. 

Παράλληλα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η βελτίωση στον τραπεζικό τομέα προήλθε κατά κύριο λόγο μέσω πώλησης χαρτοφυλακίων, όχι μέσω οργανικής επίλυσης, και ότι το πρόβλημα (τα ΜΕΔ) παραμένει στο ευρύτερο οικονομικό σύστημα. Όπως αναφέρει και η ετήσια έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η αποτελεσματικότητα και άρτια εφαρμογή του νομοθετικού πλαίσιού των εκποιήσεων παραμένει κλειδί στην διεύρυνση των εργαλείων απομόχλευσης των ΜΕΔ στον τραπεζικό τομέα, καθώς το νομοθετικό πλαίσιο εκποιήσεων στην Κύπρο εμπερικλείει μια παρατεταμένη νομική διαδικασία η οποία ήδη χρειάζεται αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθεί, σε αντίθεση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Τυχόν αλλαγές, οι οποίες ενδεχομένως να προκαλέσουν περεταίρω δυσκολίες ή επιμήκυνση της διαδικασίας εκποιήσεων, θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όσο και στην πιστοληπτική διαβάθμιση της κυπριακής οικονομίας. Αυτό θα επηρεάσει και τους δανειολήπτες αφού σε τέτοια περίπτωση το αυξημένο κόστος κίνδυνου θα οδηγήσει αναπόφευκτα, σε αύξηση της τιμολόγησης των δανείων, δεδομένου ότι η τιμολόγηση είναι προσαρμοσμένη στο προφίλ κινδύνου και συνεπώς επηρεάζεται από την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εκποιήσεων. 

Επίσης, χρειάζεται σύνεση και προσοχή στα δάνεια που παρουσιάζουν σημαντικές αυξήσεις στα επιτόκια, τα οποία πρέπει να τύχουν αξιολόγησης ως προς την ενδεχομένη υποτίμηση της ικανότητας αποπληρωμής του δανειολήπτη από την αρχική χρηματοδότηση. Παρόλο που στην Ελληνική αυτά αποτελούν μια μειονότητα, αφού το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού μας χαρτοφυλακίου συνδέεται με τα επιτόκια βάσης της Τράπεζας, τα οποία αυξήθηκαν σε αρκετά μικρότερο βαθμό από το EURIBOR, είναι ένας ενδεχόμενος κίνδυνος που πρέπει να αξιολογούμε και να επιβλέπουμε συνεχώς. Σε ένα περιβάλλον με αυξημένο δείκτη αβεβαιότητας και ενδεχομένους κίνδυνους που μπορεί να προκύψουν, οι τράπεζες πρέπει να ενισχύσουν το πλαίσιο αντιμετώπισης προβληματικών δανείων από τα πρώιμα στάδια ληξιπρόθεσμων. Αυτό απαιτεί ένα καλά δομημένο πλαίσιο διαχείρισης και έγκαιρης αντιμετώπισης των πρόωρων καθυστερήσεων (early arrears management) όπως επίσης και αποτελεσματικούς δείκτες έγκαιρης προειδοποίησης (early warning indicators). 

Είναι καθησυχαστικό το γεγονός ότι ο μηχανισμός εποπτείας είναι αρκετά αυστηρός και επιβάλλει συγκεκριμένους όρους διατήρησης αποθεμάτων στις τράπεζες, κάτι το οποίο ενδυναμώνει και τη θέση των κυπριακών τραπεζών ως προς την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν τέτοιες κατηγορίες κινδύνων στο μέλλον. 

Πώς αναμένετε να προχωρήσει ο ψηφιακός μετασχηματισμός των κυπριακών τραπεζών και πόσο σημαντικοί είναι οι σχετικοί κίνδυνοι που αναδύονται;

Η διευρυμένη χρήση του διαδικτύου και η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας έχουν προκαλέσει μεγάλες αλλαγές στον παραδοσιακό τρόπο λειτουργίας των τραπεζών, οι οποίες έχουν ήδη ψηφιοποιήσει αρκετές από τις εργασίες τους, αλλά βρίσκονται και αντιμέτωπες με τον ψηφιακό ανταγωνισμό. Οι ψηφιακές τράπεζες ενισχύουν την παρουσία τους ενώ στο άμεσο μέλλον θα ερχόμαστε σε επαφή με εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), όπως τα chatbots. Το “chatbot banking” θα οδηγήσει στη βελτίωση της εμπειρίας εξυπηρέτησης των πελατών μέσω της 24ωρης εξυπηρέτησης αλλά και της γρήγορης ανατροφοδότησης, αφού τα chatbots τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να είναι εξαιρετικά εργαλεία συγκέντρωσης και ανάλυσης δεδομένων, που ενισχύουν τη δημιουργία βιώσιμης κερδοφορίας.

Παρά την πολυπλοκότητα των συστημάτων μηχανικής μάθησης (machine learning) και τεχνητής νοημοσύνης, ο κλάδος φαίνεται να αναπτύσσεται ραγδαία και να ωριμάζει αρκετά, συνεπώς οι προβλέψεις είναι πως η τεχνητή νοημοσύνη θα κυριαρχήσει ειδικά στους τομείς παροχής υπηρεσιών.

Οι τράπεζες οφείλουν να είναι συνεχώς ενήμερες και να αναπτύσσονται στον ψηφιακό τομέα, ενώ ταυτόχρονα καλούνται να διαχειριστούν το ολοένα και αυξανόμενο κυβερνο-έγκλημα, τις πιθανές δυσλειτουργίες των πληροφοριακών συστημάτων, τις διαταράξεις λόγω της καινοτομίας της ψηφιακής τραπεζικής, καθώς και τη διαχείριση των πολύπλοκων ρυθμιστικών και κανονιστικών πλαισίων που αφορούν την ηλεκτρονική και ψηφιακή διακυβέρνηση. 

Ποιες είναι οι επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα από τους κλιματικούς κινδύνους και πόσο προετοιμασμένες είναι οι κυπριακές τράπεζες για αυτούς; Πως προσεγγίζει το θέμα η Ελληνική Τράπεζα; 

Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, είτε αφορούν τους κίνδυνους μετάβασης είτε σχετίζονται με φυσικούς κινδύνους όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα, αποτελούν μια εξαιρετικά σημαντική πρόκληση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Καθώς η κλιματική αλλαγή αποτελεί σημαντική πηγή συστημικού κινδύνου, οι τράπεζες καλούνται πλέον να εμπλουτίσουν τις αποθήκες δεδομένων τους και να επικεντρωθούν περισσότερο στην ανάλυση και τμηματοποίηση των χαρτοφυλακίων τους για να κατανοήσουν και να βοηθήσουν περισσότερο τις στρατηγικές μετάβασης των πελατών τους. Η διαχείριση τέτοιων κινδύνων βρίσκεται πλέον για τα καλά στην καθημερινότητα των τραπεζών καθώς αυτοί οι κίνδυνοι επηρεάζουν και συσχετίζονται άμεσα με τις λεγόμενες «παραδοσιακές» κατηγορίες κινδύνων που έχει να διαχειριστεί ο τραπεζικός τομέας, όπως για παράδειγμα ο πιστωτικός κίνδυνος. 

Στην Ελληνική Τράπεζα έχουμε ήδη πραγματοποιήσει μια σειρά από τεστ αντοχής για να καθορίσουμε την ετοιμότητα μας ως προς την αποτελεσματική αντιμετώπιση κινδύνων που πηγάζουν από την κλιματική αλλαγή και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα εργαζόμαστε συστηματικά προς τη βελτίωση των εσωτερικών μας πρακτικών έτσι ώστε να έχουμε πρωταγωνιστικό ρόλο προς την ορθή και ασφαλή πράσινη μετάβαση. 

 Όσον αφορά την εσωτερική ενεργειακή διαχείριση, εδώ και εννέα χρόνια έχουμε εφαρμόσει μια συγκεκριμένη Περιβαλλοντική Πολιτική, μέσω της οποίας καταφέραμε να μειώσουμε την ηλεκτρική κατανάλωση της Ελληνικής Τράπεζας και τις εκπομπές Διοξειδίου του Άνθρακα μέσω ενός αποδοτικού συστήματος ενεργειακής διαχείρισης (EnMS) με απτά αποτελέσματα.

Στον τομέα της πράσινης χρηματοδότησης, προσφέρουμε πράσινα προϊόντα λιανικής με ευνοϊκή τιμολόγηση για ηλεκτρικά/υβριδικά αυτοκίνητα («Green Car Loan”) και για ανέγερση ή αναβάθμιση κατοικιών στα πρότυπα υψηλής ενεργειακής απόδοσης (“Green Home Loan”).

Επίσης, η συντριπτική πλειοψηφία των πιστωτικών/χρεωστικών καρτών που εκδίδονται είναι κατασκευασμένες από βιοδιασπώμενο, φιλικό προς το περιβάλλον υλικό. Στον τομέα επιχειρήσεων, η Τράπεζα παρέχει χρηματοδότηση πράσινων έργων μέσω της πρωτοβουλίας “GrowGreen”, ενισχύοντας έμπρακτα τις προσπάθειες για ενίσχυση της πράσινης μετάβασης. Συγκεκριμένα, έχουμε ήδη χρηματοδοτήσει μεγάλα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, καθώς και πράσινα επενδυτικά πλάνα επιχειρήσεων στην Κύπρο αλλά και για χρηματοδότηση «πράσινων» κατοικιών ή «πράσινων» μέσων μεταφοράς, με τις ανάλογες χορηγήσεις να ανέρχονται στα €320 εκατ. συνολικά από το 2020 μέχρι και σήμερα, ποσό που αυξάνεται σταθερά.