To Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, κρίνει ότι η Ένωση Κεφαλαιαγορών της ΕΕ προχωρά αργά, παρά τις όποιες προσπάθειες της Κομισιόν από το 2015. Συγκεκριμένα, σε έκθεση του ΕΕΣ που δημοσιεύεται σήμερα, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, οι προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί ήταν υπερβολικά υψηλές και δεν ήταν ρεαλιστική η επίτευξή τους, λαμβανομένων υπόψη των μέτρων που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.
>>> Διαβάστε επίσης: «Σφραγίζουν» Λεμεσό και Πάφο <<<
Οι ελεγκτές παρατήρησαν επίσης ότι το σχέδιο δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών δεν είχε επιφέρει ριζικές αλλαγές όσον αφορά την άρση των κύριων φραγμών που παρεμποδίζουν τις διασυνοριακές ροές κεφαλαίων.
Κατά το ΕΕΣ «μέχρι σήμερα, οι περισσότερες νομοθετικές πράξεις που σχετίζονται με την Ένωση Κεφαλαιαγορών είτε δεν έχουν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή είτε τέθηκαν σε εφαρμογή μόλις πρόσφατα».
Ειδικότερα, αναφέρεται, «πολλές από τις βασικές δράσεις του σχεδίου δράσης της Κομισιόν για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, οι οποίες δεν έχουν ακόμη δρομολογηθεί, μπορούν να αναληφθούν μόνο από τα ίδια τα κράτη μέλη ή με την πλήρη στήριξή τους. Πολλά από τα μέτρα που μπορούσε να λάβει η Επιτροπή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της ήταν μη δεσμευτικά ή περιορισμένης εμβέλειας, και δεν συνεισέφεραν σημαντικά στη δημιουργία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών».
Επιπλέον, σύμφωνα με τους ελεγκτές, «τα μέτρα για τη διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις ήταν υπερβολικά αδύναμα ώστε να λειτουργήσουν ως κίνητρο και καταλύτης για μια διαρθρωτική στροφή προς περισσότερη χρηματοδότηση από την αγορά στην ΕΕ».
Οι ελεγκτές σημειώνουν ότι «η πρόσβαση των ΜΜΕ στις δημόσιες αγορές δεν έχει μέχρι στιγμής βελτιωθεί σημαντικά ούτε έχει καταστεί φθηνότερη» και προσθέτουν ότι η Κομισιόν «θα μπορούσε να έχει καταβάλει περισσότερες προσπάθειες για την προώθηση του χρηματοοικονομικού εγγραμματισμού μεταξύ των ΜΜΕ και των δυνητικών επενδυτών».
>>> Διαβάστε επίσης: Και οι Οδοντίατροι στο ΓΕΣΥ-Πώς θα λειτουργεί και τι δικαιούστε <<<
Επιπλέον, «η νομοθεσία περί τιτλοποιήσεων –η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως έμμεσο χρηματοδοτικό μέσο για τις ΜΜΕ– αποτέλεσε θετικό βήμα, αλλά δεν έχει ακόμη επιτύχει τον αναμενόμενο αντίκτυπο όσον αφορά τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης, ούτε βοήθησε τις τράπεζες να αυξήσουν τη δανειοδοτική τους ικανότητα».
«Οσον αφορά την κεφαλαιοποίηση, τη ρευστότητα και το βάθος των τοπικών κεφαλαιαγορών, υπάρχουν σαφείς γεωγραφικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη της Δύσης και του Βορρά τείνουν να έχουν βαθύτερες κεφαλαιαγορές και αυτοενισχυόμενους κεφαλαιακούς κόμβους, ενώ τα κράτη μέλη στην Ανατολή και το Νότο υστερούν», αναφέρει το ΕΕΣ.
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι η Κομισιόν «δεν είχε αναπτύξει ολοκληρωμένη και σαφή ενωσιακή στρατηγική για την αντιμετώπιση αυτών των διαφορών» και «είχε χρησιμοποιήσει τον συντονιστικό της ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου προκειμένου να προωθήσει την ανάπτυξη και την ολοκλήρωση των τοπικών κεφαλαιαγορών και παρείχε στήριξη σε ορισμένα κράτη μέλη», ωστόσο, «δεν είχε συστήσει σε όλα τα κράτη μέλη με λιγότερο ανεπτυγμένες κεφαλαιαγορές να εφαρμόσουν τις σχετικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Η Ένωση Κεφαλαιαγορών προορίζεται να άρει τους διασυνοριακούς φραγμούς στις επενδύσεις εντός της ΕΕ και να αποτελέσει εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων αντί των τραπεζών (κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ), αλλά «παραμένει ένα ημιτελές εγχείρημα και μένει ακόμη να γίνουν πολλά», σύμφωνα με τον Rimantas Šadžius, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου αρμόδιο για την έκθεση.
Όπως καταγράφει το ΕΕΣ «τα μέτρα της Κομισιόν για τη διαφοροποίηση των επιλογών χρηματοδότησης των ΜΜΕ και οι προσπάθειες για την ανάπτυξη τοπικών κεφαλαιαγορών στο πλαίσιο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών δεν έχουν μέχρι στιγμής καταλυτική επίδραση».
Εκφράζεται η άποψη ότι «η ενίσχυση του ρόλου του επιμερισμού των κινδύνων με τον ιδιωτικό τομέα μέσω των κεφαλαιαγορών εξακολουθεί να αποτελεί μια φιλόδοξη και επιτακτική προτεραιότητα».
Το αποτέλεσμα, προστίθεται, «δεν θα ήταν μόνο ένα ενωσιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα σταθερότερο και ανθεκτικότερο στις κρίσεις, αλλά και ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα καλύτερα εξοπλισμένο για την τόνωση της ανάπτυξης, ιδίως στις περιπτώσεις που η παραδοσιακή τραπεζική χρηματοδότηση δεν είναι εύκολα διαθέσιμη ή όταν δεν αποδίδει τα αναμενόμενα».
(KYΠΕ)